- διακύβευση
- [-ις (-εως)] η риск, подвергшие чего-л. риску
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διακύβευση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διακυβεύω, η διακινδύνευση: Είναι ανεπίτρεπτη η διακύβευση των εθνικών συμφερόντων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακύβευση — η διακινδύνευση, ριψοκινδύνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διακυβεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στο περιοδικό σύγγραμμα Μνημοσύνη] … Dictionary of Greek